καρρούκα

καρρούκα
καρρούκα, ἡ (Α)
(στους Ρωμαίους) μικρό τετράτροχο αμάξι στολισμένο συνήθως με τορνεύματα αργύρου και χρυσού ή με ενθέματα ελεφαντοστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. carrūca].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”